- βοικεῖ
- βοικεῖ· γαμίσκει, Theognost. Can.19.4. [full] βοικία· ἡ θεράπαινα, AB1354.2 = ϝοικία, γᾶρ καὶ βοικίαρ ἔγκτησιν Schwyzer 425.24 (Elis, iii/ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.